- Πάταλα
- Πάταλαfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Παταλέων — Πάταλα fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BARBARICUM — Emporium Scythiae Australis, ad Indi fluminis ostia sitae, seu Indoscythiae, nominatissimum. Auctori Peripli Βαρβαρικὸν ἐμπόριον, de ostiis Indi loquenti, Καὶ τὰ μὲν ἄλλα διάπλουν οὐκ ἔχει, μόναν δὲ τὸ μέσον, ἐφ᾿ οὗ καὶ τὸ παραθαλάσσιον Ε᾿μπόριόν … Hofmann J. Lexicon universale
τσάτρα πάτρα — Ν επίρρ. (κυρίως σχετικά με ξένη γλώσσα ή με συνεννόηση) έτσι κι έτσι, κουτσά στραβά («τά κατάφερε τσάτρα πάτρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. catra patra < μσν. σάταλα πάταλα] … Dictionary of Greek
Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… … Dictionary of Greek